- ραμολιμέντο
- το, Ν1. η γεροντική άνοια2. αυτός που πάσχει από γεροντική άνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rammollimento (< λατ. mollis «μαλακός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραμολιμέντο — το 1. γεροντική άνοια. 2. ραμολής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραμολίρισμα — το, Ν [ραμολίρω] το ραμολιμέντο, η γεροντική άνοια … Dictionary of Greek